- οντουλασιόν
- τοάκλ. διευθέτηση τών μαλλιών με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσουν κυματοειδές σχήμα κατά απομίμηση τού φυσικού, οντουλάρισμα, βοστρύχωση, κατσάρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ondulation (βλ. λ. οντουλάρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οντουλάρισμα — το, ατος και οντουλασιόν (λ. γαλλ.), η πράξη και το αποτέλεσμα του οντουλάρω, είδος χτενίσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φριζάρισμα — το, ατος η βοστρύχωση, το κατσάρωμα, το σγούρωμα, το οντουλάρισμα, η οντουλασιόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)